-
1 εισπνοή
[испнои] ουσ. Θ. вдыхание, вдох,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εισπνοή
-
2 вдох
-
3 вздох
-
4 вдох
η εισπνοήделать глубокий - παίρνω βαθ(ε)ιά -, παίρνω βαθ(ε)ιά ανάσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вдох
-
5 ингаляция
мед. η εισπνοή (των φαρμάκων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ингаляция
-
6 придыхание
1. (добавочное дыхание, дыхательное движение) η εισπνοή 2. лингв. η δάσυνση, το πνεύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > придыхание
-
7 талькоз
мед. η πνευμοκονίαση (από εισπνοή του ταλκ), η ταλκίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > талькоз
-
8 вдох
вдохм ἡ είσπνοή:сделать глубокий \вдох εἰσπνέω (или ἀναπνέω) βαθειά, παίρνω βαθειά ἀνάσα. -
9 вдыхание
вдыха||ниес ἡ είσπνοή. -
10 ингаляция
ингаля́||цияж ἡ είσπνοή φαρμάκων. -
11 придыхание
придыха||ниес1. ἡ είσπνοή·2. грам. ἡ δασύτης:густое \придыхание ἡ δασεία· тонкое \придыхание ἡ ψιλή· произносить с \придыханиением προφέρω σάν δασύ. -
12 вдох
[βντόχ] ουσ. α. εισπνοή -
13 ингаляция
[ινγκαλγιάτσυγια] ουσ. α. (ιατρ.) εισπνοή φαρμάκων -
14 вдох
[βντόχ] ουσ α εισπνοή -
15 ингаляция
[ινγκαλγιάτσυγια] ουσ α (ιατρ) εισπνοή φαρμάκων -
16 вдох
-а α.εισπνοή, ανάσα. -
17 вдыхание
-я ουδ.εισπνοή, ανάσαιμα.βλ. вдох. -
18 вздыхание
-я ουδ.εισπνοή• αναπνοή, ανάσα. -
19 глубокий
επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•глубокий колодец βαθύ πηγάδι•
-ая река βαθύ ποτάμι•
-ие морщины βαθιές ρυτίδες•
-ая вспашка βαθύ όργωμα•
-ие корни βαθιές ρίζες•
глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•
глубокий вдох βαθιά εισπνοή•
-ие знания βαθιές γνώσεις•
глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•
-ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•
-ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•
глубокий сон βαθύς ύπνος•
-ая старость βαθιά γεράματα•
глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•
в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.
εκφρ.глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•глубокий голос – βαθιά φωνή•старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•- ая старуха – μπαμπόγρια. -
20 дыхание
-я ουδ.αναπνοή, πνοή, ανάσα, αдыхание νάσεμα•органы -я αναπνευστικά όργανα•
ис-куственное! дыхание τεχνητή αναπνοή•
затруднённое дыхание δύσπνοια•
переводить дыхание παίρνω ανάσα.
|| εισπνοή. || εκπνοή. || μτφ. φύσημα, πνοή•бурное дыхание ветра δυνατό φύσημα ανέμου•
дыхание весны πνοή της Α,νοιξης.
εκφρ.до последнего -я – μέχρι τελευταίας πνοής (όσο θα ζω)•испустить последнее дыхание – εκπνέω (παραδίδω) την τελευταία (ύστατη) πνοή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰσπνοῇ — εἰσπνοή inspiration fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπνοή — inspiration fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισπνοή — η (AM εἰσπνοή) εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοή («εισπνοή οξυγόνου») νεοελλ. η διεύρυνση τών πνευμόνων και τού θώρακα κατά την αναπνοή … Dictionary of Greek
εισπνοή — η 1. η εισαγωγή στους πνεύμονες με την αναπνοή αέρα ή αερίου ή άλλου πτητικού. 2. η διεύρυνση των πνευμόνων και του θώρακα με την αναπνοή: Έχει μεγάλη εισπνοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσπνοαῖς — εἰσπνοή inspiration fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπνοαί — εἰσπνοή inspiration fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπνοῆς — εἰσπνοή inspiration fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπνοήν — εἰσπνοή inspiration fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπνοῶν — εἰσπνοή inspiration fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek